λεῖαξ

λεῖαξ
λείαξ
beardless boy
masc nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λείαξ — λείαξ, και κατά τον Ησύχ., λίαξ, ακος, ὁ (Α) αμούστακο αγόρι, παιδί που μόλις άρχισε να βγάζει γένια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + επίθημα αξ (πρβλ. λάβρ αξ)] …   Dictionary of Greek

  • λίαξ — λίαξ, ὁ (Α) λείαξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Για το ι τού τ. βλ. λειανός] …   Dictionary of Greek

  • λείος — α, ο (Α λεῑος, λεία, λεῑον) 1. ομαλός στην επιφάνεια, αυτός δεν είναι τραχύς στην αφή, απαλός (α. «έχει πολύ λείο δέρμα» β. «αἴγειρος ὥς, ἥ... ἐν εἱαμενῇ ἕλεος μεγάλοιο πεφύκῃ λείη», Ομ. Ιλ.) 2. στιλπνός, γυαλιστερός 3. (για τη θάλασσα) ατάραχος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”